Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίνισις
ἐγκαιρία
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
ἐγκαλυμμός
ἐγκαλυπτέος
ἐγκαλυπτήρια
View word page
ἔγκαιρος
timely, seasonable

ShortDef

timely, seasonable

Debugging

Headword:
ἔγκαιρος
Headword (normalized):
ἔγκαιρος
Headword (normalized/stripped):
εγκαιρος
IDX:
25598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25599
Key:

Data

{'content': 'timely, seasonable'}