Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίνισις
ἐγκαιρία
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
ἐγκαλινδέομαι
ἐγκαλλωπίζομαι
ἐγκαλλώπισμα
ἐγκαλοσκελής
View word page
ἐγκαινίζω
to renovate, consecrate

ShortDef

to renovate, consecrate

Debugging

Headword:
ἐγκαινίζω
Headword (normalized):
ἐγκαινίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκαινιζω
IDX:
25595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25596
Key:

Data

{'content': 'to renovate, consecrate'}