Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίνισις
ἐγκαιρία
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
ἐγκακέω
ἐγκαλέω
View word page
ἐγκαθορμίζομαι
to run into harbour, come to anchor

ShortDef

to run into harbour, come to anchor

Debugging

Headword:
ἐγκαθορμίζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαθορμίζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαθορμιζομαι
IDX:
25591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25592
Key:

Data

{'content': 'to run into harbour, come to anchor'}