Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
ἐγκαίνισις
ἐγκαιρία
ἔγκαιρος
ἐγκαίω
View word page
ἐγκαθίστημι
to place
ShortDef
to place
Debugging
Headword:
ἐγκαθίστημι
Headword (normalized):
ἐγκαθίστημι
Headword (normalized/stripped):
εγκαθιστημι
IDX:
25589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25590
Key:
Data
{'content': 'to place'}