Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
ἐγκαινίζω
View word page
ἐγκαθίζω
to seat in
ShortDef
to seat in
Debugging
Headword:
ἐγκαθίζω
Headword (normalized):
ἐγκαθίζω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθιζω
IDX:
25585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25586
Key:
Data
{'content': 'to seat in'}