Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
ἐγκαίνια
View word page
ἐγκαθιδρύω
to erect
ShortDef
to erect
Debugging
Headword:
ἐγκαθιδρύω
Headword (normalized):
ἐγκαθιδρύω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθιδρυω
IDX:
25584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25585
Key:
Data
{'content': 'to erect'}