Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
ἐγκαθυβρίζω
View word page
ἐγκάθημαι
to sit in

ShortDef

to sit in

Debugging

Headword:
ἐγκάθημαι
Headword (normalized):
ἐγκάθημαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαθημαι
IDX:
25583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25584
Key:

Data

{'content': 'to sit in'}