Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
ἐγκαθόρμισις
View word page
ἐγκάθημα
that which settles in

ShortDef

that which settles in

Debugging

Headword:
ἐγκάθημα
Headword (normalized):
ἐγκάθημα
Headword (normalized/stripped):
εγκαθημα
IDX:
25582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25583
Key:

Data

{'content': 'that which settles in'}