Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐγεσταῖος
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
ἐγκαθιστέον
ἐγκαθίστημι
ἐγκαθοράω
ἐγκαθορμίζομαι
View word page
ἐγκαθηλόω
fix in
ShortDef
fix in
Debugging
Headword:
ἐγκαθηλόω
Headword (normalized):
ἐγκαθηλόω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθηλοω
IDX:
25581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25582
Key:
Data
{'content': 'fix in'}