Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγερτήριον
ἐγερτί
ἐγερτικός
Ἔγεστα
Ἐγεσταῖος
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
ἐγκαθίζω
ἐγκαθίημι
ἐγκάθισμα
View word page
ἐγκάθετος
put in secretly, suborned
ShortDef
put in secretly, suborned
Debugging
Headword:
ἐγκάθετος
Headword (normalized):
ἐγκάθετος
Headword (normalized/stripped):
εγκαθετος
IDX:
25577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25578
Key:
Data
{'content': 'put in secretly, suborned'}