Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγερσίχορος
ἐγερτέον
ἐγερτέος
ἐγερτήριον
ἐγερτί
ἐγερτικός
Ἔγεστα
Ἐγεσταῖος
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
ἐγκαθιδρύω
View word page
ἐγκαθέζομαι
to sit

ShortDef

to sit

Debugging

Headword:
ἐγκαθέζομαι
Headword (normalized):
ἐγκαθέζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγκαθεζομαι
IDX:
25574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25575
Key:

Data

{'content': 'to sit'}