Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγερσιφαής
ἐγερσίχορος
ἐγερτέον
ἐγερτέος
ἐγερτήριον
ἐγερτί
ἐγερτικός
Ἔγεστα
Ἐγεσταῖος
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
ἐγκάθημαι
View word page
ἐγκάθεδρος
assessor
ShortDef
assessor
Debugging
Headword:
ἐγκάθεδρος
Headword (normalized):
ἐγκάθεδρος
Headword (normalized/stripped):
εγκαθεδρος
IDX:
25573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25574
Key:
Data
{'content': 'assessor'}