Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγερσις
ἐγερσιφαής
ἐγερσίχορος
ἐγερτέον
ἐγερτέος
ἐγερτήριον
ἐγερτί
ἐγερτικός
Ἔγεστα
Ἐγεσταῖος
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
ἐγκαθηβάω
ἐγκαθηλόω
ἐγκάθημα
View word page
ἐγκαθαρμόζω
fit in
ShortDef
fit in
Debugging
Headword:
ἐγκαθαρμόζω
Headword (normalized):
ἐγκαθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
εγκαθαρμοζω
IDX:
25572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25573
Key:
Data
{'content': 'fit in'}