Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγερσιμαχέω
ἐγέρσιμος
ἐγερσίνοος
ἔγερσις
ἐγερσιφαής
ἐγερσίχορος
ἐγερτέον
ἐγερτέος
ἐγερτήριον
ἐγερτί
ἐγερτικός
Ἔγεστα
Ἐγεσταῖος
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
ἐγκαθέψω
View word page
ἐγερτικός
waking, stirring

ShortDef

waking, stirring

Debugging

Headword:
ἐγερτικός
Headword (normalized):
ἐγερτικός
Headword (normalized/stripped):
εγερτικος
IDX:
25569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25570
Key:

Data

{'content': 'waking, stirring'}