Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγερσιμάχας
ἐγερσιμαχέω
ἐγέρσιμος
ἐγερσίνοος
ἔγερσις
ἐγερσιφαής
ἐγερσίχορος
ἐγερτέον
ἐγερτέος
ἐγερτήριον
ἐγερτί
ἐγερτικός
Ἔγεστα
Ἐγεσταῖος
ἐγκαθαρμόζω
ἐγκάθεδρος
ἐγκαθέζομαι
ἐγκαθείργω
ἐγκάθειρκτος
ἐγκάθετος
ἐγκαθεύδω
View word page
ἐγερτί
eagerly, busily

ShortDef

eagerly, busily

Debugging

Headword:
ἐγερτί
Headword (normalized):
ἐγερτί
Headword (normalized/stripped):
εγερτι
IDX:
25568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25569
Key:

Data

{'content': 'eagerly, busily'}