Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
ἀκαμπτόπους
ἄκαμπτος
ἀκαμψία
ἄκαν
ἄκανθα
ἀκανθεών
ἀκανθήεις
ἀκανθηρός
ἀκανθίας
ἀκανθικός
ἀκάνθινος
ἀκάνθιον
ἀκανθίς
ἀκανθίων
View word page
ἄκαν
thistle

ShortDef

thistle

Debugging

Headword:
ἄκαν
Headword (normalized):
ἄκαν
Headword (normalized/stripped):
ακαν
IDX:
2555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2556
Key:

Data

{'content': 'thistle'}