Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
ἀκαμπτόπους
ἄκαμπτος
ἀκαμψία
ἄκαν
ἄκανθα
ἀκανθεών
ἀκανθήεις
ἀκανθηρός
ἀκανθίας
ἀκανθικός
ἀκάνθινος
ἀκάνθιον
View word page
ἄκαμπτος
unbent, that will not bend, rigid
ShortDef
unbent, that will not bend, rigid
Debugging
Headword:
ἄκαμπτος
Headword (normalized):
ἄκαμπτος
Headword (normalized/stripped):
ακαμπτος
IDX:
2553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2554
Key:
Data
{'content': 'unbent, that will not bend, rigid'}