Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγγλυκυς
ἔγγλυμμα
ἐγγλύσσω
ἐγγλυφή
ἔγγλυφος
ἐγγλύφω
ἐγγλωττογάστωρ
ἐγγλωττοτυπέω
ἐγγνάμπτω
ἐγγοητεύω
ἔγγομος
ἐγγομφόω
ἐγγόμφωσις
Ἐγγόνασιν
ἔγγονον
ἔγγονος
ἐγγράμματος
ἔγγραπτος
ἐγγραφεύς
ἐγγραφή
ἔγγραφος
View word page
ἔγγομος
laden

ShortDef

laden

Debugging

Headword:
ἔγγομος
Headword (normalized):
ἔγγομος
Headword (normalized/stripped):
εγγομος
IDX:
25520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25521
Key:

Data

{'content': 'laden'}