Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
ἀκαμπτόπους
ἄκαμπτος
ἀκαμψία
ἄκαν
ἄκανθα
ἀκανθεών
ἀκανθήεις
ἀκανθηρός
ἀκανθίας
View word page
ἄκαμνος
unwearied
ShortDef
unwearied
Debugging
Headword:
ἄκαμνος
Headword (normalized):
ἄκαμνος
Headword (normalized/stripped):
ακαμνος
IDX:
2550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2551
Key:
Data
{'content': 'unwearied'}