Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγγείνομαι
ἐγγείνωνται
ἔγγειος
ἐγγειότοκος
ἐγγειόφυλλος
ἐγγείσωμα
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενέτης
ἐγγενής
ἐγγενικός
ἐγγεννάω
ἐγγέννησις
ἔγγεον
ἐγγεύομαι
ἐγγηϊσταί
ἐγγήραμα
ἐγγηράσκω
ἐγγιάω
ἐγγίγνομαι
ἐγγιγνώσκω
View word page
ἐγγενικός
hereditary
ShortDef
hereditary
Debugging
Headword:
ἐγγενικός
Headword (normalized):
ἐγγενικός
Headword (normalized/stripped):
εγγενικος
IDX:
25496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25497
Key:
Data
{'content': 'hereditary'}