Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγγαμέω
ἐγγαμίζω
ἐγγάμιος
ἐγγαστρίμαντις
ἐγγαστριμάχαιρα
ἐγγαστρίμυθος
ἐγγάστριος
ἐγγείνομαι
ἐγγείνωνται
ἔγγειος
ἐγγειότοκος
ἐγγειόφυλλος
ἐγγείσωμα
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενέτης
ἐγγενής
ἐγγενικός
ἐγγεννάω
ἐγγέννησις
ἔγγεον
View word page
ἐγγειότοκος
growing in the earth

ShortDef

growing in the earth

Debugging

Headword:
ἐγγειότοκος
Headword (normalized):
ἐγγειότοκος
Headword (normalized/stripped):
εγγειοτοκος
IDX:
25489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25490
Key:

Data

{'content': 'growing in the earth'}