Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγγαληνίζω
ἔγγαλος
ἐγγαμέω
ἐγγαμίζω
ἐγγάμιος
ἐγγαστρίμαντις
ἐγγαστριμάχαιρα
ἐγγαστρίμυθος
ἐγγάστριος
ἐγγείνομαι
ἐγγείνωνται
ἔγγειος
ἐγγειότοκος
ἐγγειόφυλλος
ἐγγείσωμα
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενέτης
ἐγγενής
ἐγγενικός
ἐγγεννάω
View word page
ἐγγείνωνται
breed
ShortDef
breed
Debugging
Headword:
ἐγγείνωνται
Headword (normalized):
ἐγγείνωνται
Headword (normalized/stripped):
εγγεινωνται
IDX:
25487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25488
Key:
Data
{'content': 'breed'}