Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔβρος
ἐγγαληνίζω
ἔγγαλος
ἐγγαμέω
ἐγγαμίζω
ἐγγάμιος
ἐγγαστρίμαντις
ἐγγαστριμάχαιρα
ἐγγαστρίμυθος
ἐγγάστριος
ἐγγείνομαι
ἐγγείνωνται
ἔγγειος
ἐγγειότοκος
ἐγγειόφυλλος
ἐγγείσωμα
ἐγγελαστής
ἐγγελάω
ἐγγενέτης
ἐγγενής
ἐγγενικός
View word page
ἐγγείνομαι
engender
ShortDef
engender
Debugging
Headword:
ἐγγείνομαι
Headword (normalized):
ἐγγείνομαι
Headword (normalized/stripped):
εγγεινομαι
IDX:
25486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25487
Key:
Data
{'content': 'engender'}