Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑβδομηκοστός
ἑβδομηκοστότριτος
ἕβδομος
ἐβένινος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔβρος
ἐγγαληνίζω
ἔγγαλος
ἐγγαμέω
ἐγγαμίζω
ἐγγάμιος
ἐγγαστρίμαντις
ἐγγαστριμάχαιρα
ἐγγαστρίμυθος
ἐγγάστριος
ἐγγείνομαι
ἐγγείνωνται
ἔγγειος
View word page
ἔγγαλος
giving milk, in milk

ShortDef

giving milk, in milk

Debugging

Headword:
ἔγγαλος
Headword (normalized):
ἔγγαλος
Headword (normalized/stripped):
εγγαλος
IDX:
25478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25479
Key:

Data

{'content': 'giving milk, in milk'}