Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
ἑβδομηκοστόπεμπτος
ἑβδομηκοστός
ἑβδομηκοστότριτος
ἕβδομος
ἐβένινος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔβρος
ἐγγαληνίζω
ἔγγαλος
ἐγγαμέω
ἐγγαμίζω
ἐγγάμιος
ἐγγαστρίμαντις
View word page
ἔβενος
the ebony-tree, ebony

ShortDef

the ebony-tree, ebony

Debugging

Headword:
ἔβενος
Headword (normalized):
ἔβενος
Headword (normalized/stripped):
εβενος
IDX:
25472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25473
Key:

Data

{'content': 'the ebony-tree, ebony'}