Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑβδομηκοντάπηχυς
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
ἑβδομηκοστόπεμπτος
ἑβδομηκοστός
ἑβδομηκοστότριτος
ἕβδομος
ἐβένινος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔβρος
ἐγγαληνίζω
ἔγγαλος
ἐγγαμέω
ἐγγαμίζω
View word page
ἕβδομος
seventh
ShortDef
seventh
Debugging
Headword:
ἕβδομος
Headword (normalized):
ἕβδομος
Headword (normalized/stripped):
εβδομος
IDX:
25470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25471
Key:
Data
{'content': 'seventh'}