Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑβδομηκοντάκις
ἑβδομηκοντάπηχυς
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
ἑβδομηκοστόπεμπτος
ἑβδομηκοστός
ἑβδομηκοστότριτος
ἕβδομος
ἐβένινος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
Ἑβραῖος
Ἑβραϊστί
ἔβρος
ἐγγαληνίζω
ἔγγαλος
ἐγγαμέω
View word page
ἑβδομηκοστότριτος
seventy-third

ShortDef

seventy-third

Debugging

Headword:
ἑβδομηκοστότριτος
Headword (normalized):
ἑβδομηκοστότριτος
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκοστοτριτος
IDX:
25469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25470
Key:

Data

{'content': 'seventy-third'}