Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑβδομεύομαι
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
ἑβδομηκόνθεκτος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντάβιβλος
ἑβδομηκοντακαιεκατονταπλασίων
ἑβδομηκοντάκις
ἑβδομηκοντάπηχυς
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
ἑβδομηκοστόπεμπτος
ἑβδομηκοστός
ἑβδομηκοστότριτος
ἕβδομος
ἐβένινος
ἔβενος
Ἑβραϊκός
View word page
ἑβδομηκονταστάδιος
seventy stades broad

ShortDef

seventy stades broad

Debugging

Headword:
ἑβδομηκονταστάδιος
Headword (normalized):
ἑβδομηκονταστάδιος
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκοντασταδιος
IDX:
25463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25464
Key:

Data

{'content': 'seventy stades broad'}