Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑβδόματος
ἑβδόμειος
ἑβδομεύομαι
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
ἑβδομηκόνθεκτος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντάβιβλος
ἑβδομηκοντακαιεκατονταπλασίων
ἑβδομηκοντάκις
ἑβδομηκοντάπηχυς
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
ἑβδομηκοστόπεμπτος
ἑβδομηκοστός
ἑβδομηκοστότριτος
ἕβδομος
ἐβένινος
View word page
ἑβδομηκοντάρουρος
possessing seventy

ShortDef

possessing seventy

Debugging

Headword:
ἑβδομηκοντάρουρος
Headword (normalized):
ἑβδομηκοντάρουρος
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκονταρουρος
IDX:
25461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25462
Key:

Data

{'content': 'possessing seventy'}