Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
ἀκαμπτόπους
ἄκαμπτος
ἀκαμψία
ἄκαν
View word page
ἀκαμαντοχάρμας
unwearied in fight

ShortDef

unwearied in fight

Debugging

Headword:
ἀκαμαντοχάρμας
Headword (normalized):
ἀκαμαντοχάρμας
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντοχαρμας
IDX:
2545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2546
Key:

Data

{'content': 'unwearied in fight'}