Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑβδομαδικός
ἑβδομάζω
ἑβδομαῖος
ἑβδομάκις
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδόμειος
ἑβδομεύομαι
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
ἑβδομηκόνθεκτος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντάβιβλος
ἑβδομηκοντακαιεκατονταπλασίων
ἑβδομηκοντάκις
ἑβδομηκοντάπηχυς
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
ἑβδομηκοστόμονος
View word page
ἑβδομήκοντα
seventy
ShortDef
seventy
Debugging
Headword:
ἑβδομήκοντα
Headword (normalized):
ἑβδομήκοντα
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκοντα
IDX:
25456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25457
Key:
Data
{'content': 'seventy'}