Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑβδομαγέτης
ἑβδομαδικός
ἑβδομάζω
ἑβδομαῖος
ἑβδομάκις
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδόμειος
ἑβδομεύομαι
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
ἑβδομηκόνθεκτος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντάβιβλος
ἑβδομηκοντακαιεκατονταπλασίων
ἑβδομηκοντάκις
ἑβδομηκοντάπηχυς
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
ἑβδομηκοστόδυος
View word page
ἑβδομηκόνθεκτος
seventy-sixth

ShortDef

seventy-sixth

Debugging

Headword:
ἑβδομηκόνθεκτος
Headword (normalized):
ἑβδομηκόνθεκτος
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκονθεκτος
IDX:
25455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25456
Key:

Data

{'content': 'seventy-sixth'}