Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑβδομαγενής
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαδικός
ἑβδομάζω
ἑβδομαῖος
ἑβδομάκις
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδόμειος
ἑβδομεύομαι
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
ἑβδομηκόνθεκτος
ἑβδομήκοντα
ἑβδομηκοντάβιβλος
ἑβδομηκοντακαιεκατονταπλασίων
ἑβδομηκοντάκις
ἑβδομηκοντάπηχυς
ἑβδομηκοντάρουρος
ἑβδομηκοντάς
ἑβδομηκονταστάδιος
ἑβδομηκοντούτης
View word page
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
of seventy weeks

ShortDef

of seventy weeks

Debugging

Headword:
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
Headword (normalized):
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
Headword (normalized/stripped):
εβδομηκονθεβδομαδος
IDX:
25454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25455
Key:

Data

{'content': 'of seventy weeks'}