Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
ἀκαμπτόπους
ἄκαμπτος
ἀκαμψία
View word page
ἀκαμαντορόας
of untiring stream

ShortDef

of untiring stream

Debugging

Headword:
ἀκαμαντορόας
Headword (normalized):
ἀκαμαντορόας
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντοροας
IDX:
2544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2545
Key:

Data

{'content': 'of untiring stream'}