Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
ἐατέος
ἑαυτότης
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγενής
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαδικός
ἑβδομάζω
ἑβδομαῖος
ἑβδομάκις
ἑβδομάς
ἑβδόματος
ἑβδόμειος
ἑβδομεύομαι
ἑβδομηκονθεβδόμαδος
ἑβδομηκόνθεκτος
ἑβδομήκοντα
View word page
ἑβδομαδικός
weekly

ShortDef

weekly

Debugging

Headword:
ἑβδομαδικός
Headword (normalized):
ἑβδομαδικός
Headword (normalized/stripped):
εβδομαδικος
IDX:
25446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25447
Key:

Data

{'content': 'weekly'}