Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
ἐατέος
ἑαυτότης
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγενής
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαδικός
ἑβδομάζω
ἑβδομαῖος
ἑβδομάκις
View word page
ἐατέος
to be suffered

ShortDef

to be suffered

Debugging

Headword:
ἐατέος
Headword (normalized):
ἐατέος
Headword (normalized/stripped):
εατεος
IDX:
25439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25440
Key:

Data

{'content': 'to be suffered'}