Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
ἀκαμπτόπους
ἄκαμπτος
View word page
ἀκαμαντόπους
untiring of foot, unwearied
ShortDef
untiring of foot, unwearied
Debugging
Headword:
ἀκαμαντόπους
Headword (normalized):
ἀκαμαντόπους
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντοπους
IDX:
2543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2544
Key:
Data
{'content': 'untiring of foot, unwearied'}