Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
ἐατέος
ἑαυτότης
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγενής
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαδικός
ἑβδομάζω
ἑβδομαῖος
View word page
ἐαρόχροος
spring-coloured, fresh green
ShortDef
spring-coloured, fresh green
Debugging
Headword:
ἐαρόχροος
Headword (normalized):
ἐαρόχροος
Headword (normalized/stripped):
εαροχροος
IDX:
25438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25439
Key:
Data
{'content': 'spring-coloured, fresh green'}