Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
ἐατέος
ἑαυτότης
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγενής
ἑβδομαγέτης
ἑβδομαδικός
View word page
ἕαρον
ewer
ShortDef
ewer
Debugging
Headword:
ἕαρον
Headword (normalized):
ἕαρον
Headword (normalized/stripped):
εαρον
IDX:
25436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25437
Key:
Data
{'content': 'ewer'}