Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
ἐατέος
ἑαυτότης
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
ἑβδομαγενής
ἑβδομαγέτης
View word page
ἐαρινός
spring-

ShortDef

spring-

Debugging

Headword:
ἐαρινός
Headword (normalized):
ἐαρινός
Headword (normalized/stripped):
εαρινος
IDX:
25435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25436
Key:

Data

{'content': 'spring-'}