Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ε
εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
ἐατέος
ἑαυτότης
ἑαυτοῦ
ἑάφθη
ἐάω
View word page
ἐαρίδρεπτος
plucked in spring

ShortDef

plucked in spring

Debugging

Headword:
ἐαρίδρεπτος
Headword (normalized):
ἐαρίδρεπτος
Headword (normalized/stripped):
εαριδρεπτος
IDX:
25433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25434
Key:

Data

{'content': 'plucked in spring'}