Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
ἒ
εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
ἐατέος
ἑαυτότης
View word page
ἑανός2
robe
ShortDef
fine, thin (textile, metal)
robe
Debugging
Headword:
ἑανός2
Headword (normalized):
ἑανός
Headword (normalized/stripped):
εανος2
IDX:
25430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25431
Key:
Data
{'content': 'robe'}