Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
ἀκαμπτόπους
View word page
ἀκαμαντομάχας
unwearied in fight

ShortDef

unwearied in fight

Debugging

Headword:
ἀκαμαντομάχας
Headword (normalized):
ἀκαμαντομάχας
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντομαχας
IDX:
2542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2543
Key:

Data

{'content': 'unwearied in fight'}