Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
ἐαρινός
ἕαρον
ἐαροτρεφής
ἐαρόχροος
View word page
ἑανηφόρος
wearing a thin robe

ShortDef

wearing a thin robe

Debugging

Headword:
ἑανηφόρος
Headword (normalized):
ἑανηφόρος
Headword (normalized/stripped):
εανηφορος
IDX:
25428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25429
Key:

Data

{'content': 'wearing a thin robe'}