Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
ἒ
εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
ἔαρ2
ἐαρίδρεπτος
ἐαρίζω
View word page
ἒ
woe! woe!
ShortDef
woe! woe!
Debugging
Headword:
ἒ
Headword (normalized):
ἒ
Headword (normalized/stripped):
ε
IDX:
25424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25425
Key:
Data
{'content': 'woe! woe!'}