Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
ἒ
εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
ἔαρ
View word page
δώτιος
the Dotian
ShortDef
the Dotian
Debugging
Headword:
δώτιος
Headword (normalized):
δώτιος
Headword (normalized/stripped):
δωτιος
IDX:
25421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25422
Key:
Data
{'content': 'the Dotian'}