Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
ἒ
εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
ἑανός2
View word page
Δώτιον
Dotium
ShortDef
Dotium
Debugging
Headword:
Δώτιον
Headword (normalized):
δώτιον
Headword (normalized/stripped):
δωτιον
IDX:
25420
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25421
Key:
Data
{'content': 'Dotium'}