Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
εʹ
ἔα
ἐάν
ἑανηφόρος
ἑανός
View word page
δωτίνη
a gift, present

ShortDef

a gift, present

Debugging

Headword:
δωτίνη
Headword (normalized):
δωτίνη
Headword (normalized/stripped):
δωτινη
IDX:
25419
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25420
Key:

Data

{'content': 'a gift, present'}