Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαλαρρείτης
ἀκαλήφη
ἀκαλλής
ἀκαλλιέρητος
ἀκαλλώπιστος
ἀκαλός
ἀκάλυπτος
ἀκαλυφής
Ἀκαμαντίδης
Ἀκαμαντίς
ἀκαμαντολόγχας
ἀκαμαντομάχας
ἀκαμαντόπους
ἀκαμαντορόας
ἀκαμαντοχάρμας
Ἀκάμας
ἀκάμας
ἀκάματος
ἀκάμμυστος
ἄκαμνος
ἀκάμπιον
View word page
ἀκαμαντολόγχας
unwearied at the spear

ShortDef

unwearied at the spear

Debugging

Headword:
ἀκαμαντολόγχας
Headword (normalized):
ἀκαμαντολόγχας
Headword (normalized/stripped):
ακαμαντολογχας
IDX:
2541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2542
Key:

Data

{'content': 'unwearied at the spear'}