Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δωροτελέω
δωροφάγος
δωροφορέω
δωροφορία
δωροφορικός
δωροφόρος
δωσίβιος
δωσιδικία
δωσίδικος
Δωσώ
δώσων
δωτήρ
δωτινάζω
δωτίνη
Δώτιον
δώτιος
Δωτώ
ε
ἒ
εʹ
ἔα
View word page
δώσων
always going to give
ShortDef
always going to give
Debugging
Headword:
δώσων
Headword (normalized):
δώσων
Headword (normalized/stripped):
δωσων
IDX:
25416
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-25417
Key:
Data
{'content': 'always going to give'}